- συμπνέων
- συμπνέωbreathe together withpres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)συμπνέωbreathe together withpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπνέω — ΜΑ, και ποιητ. τ. συμπνείω Α [πνέω] έχω σύμπνοια με κάποιον, συμφωνώ με κάποιον («συμπνεύσαντες καὶ μιᾷ γνώμῃ χρώμενοι», Πολ.) μσν. εμπνέω αρχ. 1. (για άνεμο) πνέω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. συμβάλλω («ὁ βοῡς συμπνεῑ εἰς γεωργίαν», Ωριγ.) 3.… … Dictionary of Greek